Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκανδάλη οι σκανδάλες
      γενική της σκανδάλης των σκανδαλών
    αιτιατική τη σκανδάλη τις σκανδάλες
     κλητική σκανδάλη σκανδάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκανδάλη < (ελληνιστική κοινήσκανδάλη < αρχαία ελληνική σκάνδαλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skanˈða.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκανδάλη θηλυκό

  1. (οπλισμός) μικρός μοχλός σε ένα πυροβόλο ή άλλου είδους όπλο, ο οποίος, πιέζεται από τον δείκτη του χεριού για να προωθήσει τον επικρουστήρα που στη συνέχεια προκαλεί την εκπυρσοκρότηση ή απελευθερώνει το μηχανισμό που θέτει σε κίνηση το βλήμα (στην περίπτωση μη πυροβόλου όπλου)
  2. κάθε μικρός μοχλός τέτοιου είδους που πιέζεται από τον δείκτη του χεριού για να απασφαλιστεί ή προωθηθεί τμήμα μηχανισμού

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία