Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάνδαλον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκάνδαλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάνδαλον ουδέτερο (και σκάνταλον)

  1. σκάνδαλο, ταραχή, έκτροπη κατάσταση
    ※  15ος αιώνας Δούκας, Iστορία τουρκοβυζαντινή, 2676
    τα σκάνδαλα εκ μέσου διάρρηξον - να βγάλεις τα σκάνδαλα από τη μέση
    ※  15ος αιώνας Μαρίνος Φαλιέρος, Iστορία και Όνειρο, 238
    Τί ἔχεις καὶ δίχως σκάνδαλο δειλιαστικῶς ἐχάθης;
    ※  17ος αιώνας Ματθαίου μητροπολίτου Μυρέων, Ετέρα ιστορία των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων …, 1672
    σκανδάλων πολλῶν καὶ ἀκαταστασιῶν γενομένων (7214‑5)
    σκάνδαλα καὶ ταραχὰς κάμνεις ἀφόντις ἤσου (1272)
    ※  17ος αιώνας Mιχαήλ Σουμμάκης, Διήγησις του ρεμπελιού των ποπολάρων …
    σκάνδαλα καὶ ἀνακατώματα ἔκαμε (172) / ἀρχή τοῦ σκανδάλου (177)
    ※  ἀνένοχος σκανδάλου (Eλλην. νόμ. 5147)
    ※  νὰ ἐξεβγεῖ τὸ σκάνδαλον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν (Χριστ. διδασκ. 493).
  2. προστριβή, διαμάχη
    ※  17ος αιώνας Συναδινός φ. 46r
    οἱ χριστιανοὶ ἐμέτρησαν φρόνιμα […] νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα
  3. αμάρτημα, πειρασμός
    ※  17ος αιώνας Αγάπιος Λάνδος, Βιβλίον καλούμενον Γεωπονικόν, 204
    ἀφανίζει [το μαρούλιον] τὸ σκάνδαλον τῆς σαρκός, διατὶ ξηραίνει τὸ σπέρμα
  4. → δείτε και παραθέματα στο σκάνταλον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκάνδαλον τὰ σκάνδαλ
      γενική τοῦ σκανδάλου τῶν σκανδάλων
      δοτική τῷ σκανδάλ τοῖς σκανδάλοις
    αιτιατική τὸ σκάνδαλον τὰ σκάνδαλ
     κλητική ! σκάνδαλον σκάνδαλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκανδάλω
γεν-δοτ τοῖν  σκανδάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάνδαλον (ελληνιστική κοινή) τεχνικός όρος < συχνά συνδέεται με τη λατινική scando (ανεβαίνω), τη σανσκριτική स्कन्दति (skándati, χοροπηδάω) (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skand-). Πιθανόν προέρχονται από κάποιο θέμα με σημασία «ορμάω, πηδάω, τινάζομαι» [1] ίσως από μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάνδαλον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

σκάνδαλον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: σκάνδαλον
νέα ελληνικά: σκάνταλο
νέα ελληνικά: σκάνδαλο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία