διασκεδασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διασκεδασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκεδασμός < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dispersion
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διασκεδασμός αρσενικό
- (οπτική) το φαινόμενο της ανάλυσης της σύνθετης ακτινοβολίας του φωτός, καθώς αυτό περνά από κάποιο υλικό μέσο· εξαρτάται από την ταχύτητα του φωτός και τον δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος της φωτεινής ακτίνας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασκεδασμός
|