περιχύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιχύνω < μεσαιωνική ελληνική περιχύνω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική περιχέω[2]
Ρήμα
επεξεργασίαπεριχύνω (παθητική φωνή: περιχύνομαι)
- χύνω κάτι σε εκτεταμένη επιφάνεια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανθοπερίχυτος
- αριοπερίχυτος
- ασπροπερίχυτος
- αστροπερίχυτος
- γλυκοπεριχύνω
- δροσοπεριχυμένος
- ηλιοπεριχυμένος / ηλιοπερίχυτος / λιοπερίχυτος
- καντιλοπεριχύνω
- λαδοπεριχυμένος
- λευκοπεριχυμένος
- περίχυμα
- περιχυμένος
- περίχυση
- περιχυσιά
- περιχυτός
- περίχυτος
- ροδεπεριχυμένος / ροδοπεριχυμένος / ροδοπερίχυτος
- φωτοπεριχυμένος
- φωτοπερίχυτος
- → δείτε τις λέξεις περί και χύνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ περιχύνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 περιχύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιχύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)