περίχυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίχυση | οι | περιχύσεις |
γενική | της | περίχυσης* | των | περιχύσεων |
αιτιατική | την | περίχυση | τις | περιχύσεις |
κλητική | περίχυση | περιχύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίχυση < ελληνιστική κοινή περίχυσις[1] < αρχαία ελληνική περιχέω < περί + χέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περίχυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιχύνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίχυση
|
- ↑ περίχυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.