σκεδασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκεδασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκεδασμός < αρχαία ελληνική σκεδάννυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sce.ðaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐δα‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκεδασμός αρσενικό
- (λόγιο) διασκόρπιση
- (φυσική) διασκόρπιση σωματιδίων ή ακτίνων φωτός κατά το πέρασμά τους μέσα από κάποιο σώμα ή τη σύγκρουσης τους μ’ αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκεδάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκεδασμός
Πηγές επεξεργασία
- «σκεδάζω (& σκεδασμός)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκεδασμός | οἱ | σκεδασμοί |
γενική | τοῦ | σκεδασμοῦ | τῶν | σκεδασμῶν |
δοτική | τῷ | σκεδασμῷ | τοῖς | σκεδασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | σκεδασμόν | τοὺς | σκεδασμούς |
κλητική ὦ! | σκεδασμέ | σκεδασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκεδασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκεδασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκεδασμός < σκεδάω, • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; , αρχαία ελληνική σκεδάννυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκεδασμός αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- σκεδασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκεδασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.