σκέδαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκέδαση | οι | σκεδάσεις |
γενική | της | σκέδασης* | των | σκεδάσεων |
αιτιατική | τη | σκέδαση | τις | σκεδάσεις |
κλητική | σκέδαση | σκεδάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκεδάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκέδαση < αρχαία ελληνική σκέδασις < σκεδάννυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκέδαση θηλυκό
- (λόγιο) διασκορπισμός, σκόρπισμα
- (φυσική) ο διασκορπισμός των ακτίνων του φωτός μετά από την πρόσπτωσή τους σε μικροσκοπικά σωματίδια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκέδαση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκέδαση
|