divertissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | divertissant | divertissants |
θηλυκό | divertissante | divertissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαdivertissant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | divertissant | divertissants |
θηλυκό | divertissante | divertissantes |
divertissant (fr) αρσενικό