γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό embarrassant embarrassants
θηλυκό embarrassante embarrassantes

embarrassant (fr)

  • που βάζει σε δύσκολη θέση, που προκαλεί αμηχανία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη embarras