μπελαλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπελαλίδικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μπελαλίδικος, -η, -ο
- για κουραστική εργασία ή μαστόρεμα
- που προξενεί μπελάδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπελαλίδικος
|