Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπελαλίδικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπελαλίδικ
ος
η
μπελαλίδικ
η
το
μπελαλίδικ
ο
γενική
του
μπελαλίδικ
ου
της
μπελαλίδικ
ης
του
μπελαλίδικ
ου
αιτιατική
τον
μπελαλίδικ
ο
την
μπελαλίδικ
η
το
μπελαλίδικ
ο
κλητική
μπελαλίδικ
ε
μπελαλίδικ
η
μπελαλίδικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπελαλίδικ
οι
οι
μπελαλίδικ
ες
τα
μπελαλίδικ
α
γενική
των
μπελαλίδικ
ων
των
μπελαλίδικ
ων
των
μπελαλίδικ
ων
αιτιατική
τους
μπελαλίδικ
ους
τις
μπελαλίδικ
ες
τα
μπελαλίδικ
α
κλητική
μπελαλίδικ
οι
μπελαλίδικ
ες
μπελαλίδικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπελαλίδικος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μπελαλίδικος, -η, -ο
για κουραστική εργασία ή μαστόρεμα
που προξενεί
μπελάδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπελαλίδικος
αγγλικά
:
fiddly
(en)
γαλλικά
:
fastidieux
(fr)
,
ennuyeux
(fr)
,
barbant
(fr)
(δημώδες),
rasoir
(fr)
(δημώδες)