Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό excitant excitants
θηλυκό excitante excitantes

excitant (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
excitant excitants

excitant (fr) αρσενικό

  1. διεγερτικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη exciter