bassinant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bassinant | bassinants |
θηλυκό | bassinante | bassinantes |
Επίθετο
επεξεργασίαbassinant (fr)
- (οικείο) (παρωχημένο) βαρετός, ανιαρός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη bassin
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bassinant | bassinants |
θηλυκό | bassinante | bassinantes |
bassinant (fr)