accablant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accablant | accablants |
θηλυκό | accablante | accablantes |
ρ accablant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accablant | accablants |
θηλυκό | accablante | accablantes |
ρ accablant (fr)