assommant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assommant | assommants |
θηλυκό | assommante | assommantes |
Επίθετο
επεξεργασίαassommant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assommant | assommants |
θηλυκό | assommante | assommantes |
assommant (fr)