Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɑ.zwaːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rasoir rasoirs

rasoir (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

rasoir (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

 συνώνυμα: agaçant, assommant, ennuyeux, rasant (οικείο)
 αντώνυμα: intéressant

Συγγενικά

επεξεργασία