rasoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rasoir | rasoirs |
rasoir (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrasoir (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
ενικός | πληθυντικός |
rasoir | rasoirs |
rasoir (fr) αρσενικό
rasoir (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο