rasé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rasé < raser
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rasé | rasés |
θηλυκό | rasée | rasées |
rasé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rasé | rasés |
θηλυκό | rasée | rasées |
rasé (fr)