inquiet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inquiet | inquiets |
θηλυκό | inquiète | inquiètes |
inquiet (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη inquiéter
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inquiet | inquiets |
θηλυκό | inquiète | inquiètes |
inquiet (fr)