puzzle
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
puzzle | puzzles |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
puzzle (en)
- κάτι που είναι δύσκολο να καταλάβουμε
- το παζλ
- το αίνιγμα
- (αρχαϊκό) που έχει φτιαχτεί με έξοχη ικανότητα, μια τέλεια κατασκευή
- η αμηχανία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | puzzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puzzles |
αόριστος | puzzled |
παθητική μετοχή | puzzled |
ενεργητική μετοχή | puzzling |
- (μεταβατικό) μπερδεύω, περιπλέκω, προβληματίζω
- (αμετάβατο) το να σκέφτομαι κάτι πολύ και προσεχτικά, βρίσκομαι σε αμηχανία
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
puzzle | puzzles |
puzzle (fr) αρσενικό
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
puzzle (eo)
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά