απροβλημάτιστος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απροβλημάτιστος < α- + προβληματίζομαι + -τος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
απροβλημάτιστος
- που δεν προβληματίζεται
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απροβλημάτιστος
απροβλημάτιστος