προβληματισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προβληματισμός < προβληματίζομαι + -μός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προβληματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβληματίζομαι
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προβληματίζω, πρόβλημα και βάλλω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προβληματισμός