πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυθρωπότητα οι σκυθρωπότητες
      γενική της σκυθρωπότητας των σκυθρωποτήτων
    αιτιατική τη σκυθρωπότητα τις σκυθρωπότητες
     κλητική σκυθρωπότητα σκυθρωπότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυθρωπότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκυθρωπότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκυθρωπότητα»
ΔΦΑ : /sci.θɾoˈpo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυθρωπότητα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυθρωπότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σκυθρωπού
  2. η σκυθρωπή όψη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη σκυθρωπός

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σκυθρωπότητα θηλυκό