Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατήφεια οι κατήφειες
      γενική της κατήφειας των κατηφειών
    αιτιατική την κατήφεια τις κατήφειες
     κλητική κατήφεια κατήφειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατήφεια < αρχαία ελληνική κατήφεια < κατηφής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈti.fi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τή‐φει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατήφεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία