κατήφεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατήφεια < αρχαία ελληνική κατήφεια < κατηφής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈti.fi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τή‐φει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατήφεια θηλυκό
- (λόγιο) η ψυχική κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε καλή διάθεση, δεν έχουμε κέφι
- ⮡ Μετά από την ήττα της ομάδας, η κατήφεια ήταν εμφανής στο πρόσωπο όλων των αθλητών.