Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρυθυμία οι βαρυθυμίες
      γενική της βαρυθυμίας των βαρυθυμιών
    αιτιατική τη βαρυθυμία τις βαρυθυμίες
     κλητική βαρυθυμία βαρυθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρυθυμία < αρχαία ελληνική βαρυθυμία < βαρύθυμος < βαρύς + θυμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρυθυμία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία