↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύθυμος η βαρύθυμη το βαρύθυμο
      γενική του βαρύθυμου της βαρύθυμης του βαρύθυμου
    αιτιατική τον βαρύθυμο τη βαρύθυμη το βαρύθυμο
     κλητική βαρύθυμε βαρύθυμη βαρύθυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύθυμοι οι βαρύθυμες τα βαρύθυμα
      γενική των βαρύθυμων των βαρύθυμων των βαρύθυμων
    αιτιατική τους βαρύθυμους τις βαρύθυμες τα βαρύθυμα
     κλητική βαρύθυμοι βαρύθυμες βαρύθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρύθυμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαρύθυμος < βαρύ- + θυμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈɾi.θi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρύ‐θυ‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρύθυμος, -η, -ο

  • που δεν βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση
    ※  Ήταν βαρύθυμος με μάτια τόσο κόκκινα και πρησμένα σαν να 'χε κλάψει ώρες. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρύθυμος < βαρύ- + θυμός

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρύθυμος, -ος, -ον