περίλυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίλυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίλυπος < περί- + λύπ(η) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπερίλυπος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) ο υπερβολικά λυπημένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (ευαγγελική ρήση) «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου»
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου