Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίλυπος η περίλυπη το περίλυπο
      γενική του περίλυπου της περίλυπης του περίλυπου
    αιτιατική τον περίλυπο την περίλυπη το περίλυπο
     κλητική περίλυπε περίλυπη περίλυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίλυποι οι περίλυπες τα περίλυπα
      γενική των περίλυπων των περίλυπων των περίλυπων
    αιτιατική τους περίλυπους τις περίλυπες τα περίλυπα
     κλητική περίλυποι περίλυπες περίλυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίλυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίλυπος < περί- + λύπ(η) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

περίλυπος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (ευαγγελική ρήση) «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου»

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίλυπος < περί- + λύπ(η) + -ος