Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνταφιασμός < ἐνταφιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐνταφιασμός αρσενικό

  • ταφή