χώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαχώνομαι, π.αόρ.: χώθηκα, μτχ.π.π.: χωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χώνω
- παθητικές σημασίες του χώνω
- (μεταφορικά) ανακατεύομαι σε υποθέσεις, μπλέκομαι, επεμβαίνω κάπου
Σύνθετα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → δείτε χώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία (μεταφορική σημασία)
|