Ετυμολογία

επεξεργασία

καταχώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταχώνω

καταχώνομαι

  • με χώνουν κάπου όπου είναι πολύ δύσκολο να με βρει κάποιος άλλος.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία