Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταχώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καταχώνομαι

  • με χώνουν κάπου όπου είναι πολύ δύσκολο να με βρει κάποιος άλλος.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία