καταχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχώνω < μεσαιωνική ελληνική καταχώνω < αρχαία ελληνική καταχώννυμι < κατά + χώννυμι < χόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χύνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈxo.no/
Ρήμα
επεξεργασίακαταχώνω (παθητική φωνή: καταχώνομαι)
- χώνω κάτι σε μεγάλο βάθος (στη γη) (σκεπάζοντάς το από πάνω)
- καταχωνιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κατάχωση
- καταχωσμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και χώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταχώνω | κατάχωνα | θα καταχώνω | να καταχώνω | καταχώνοντας | |
β' ενικ. | καταχώνεις | κατάχωνες | θα καταχώνεις | να καταχώνεις | κατάχωνε | |
γ' ενικ. | καταχώνει | κατάχωνε | θα καταχώνει | να καταχώνει | ||
α' πληθ. | καταχώνουμε | καταχώναμε | θα καταχώνουμε | να καταχώνουμε | ||
β' πληθ. | καταχώνετε | καταχώνατε | θα καταχώνετε | να καταχώνετε | καταχώνετε | |
γ' πληθ. | καταχώνουν(ε) | κατάχωναν καταχώναν(ε) |
θα καταχώνουν(ε) | να καταχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάχωσα | θα καταχώσω | να καταχώσω | καταχώσει | ||
β' ενικ. | κατάχωσες | θα καταχώσεις | να καταχώσεις | κατάχωσε | ||
γ' ενικ. | κατάχωσε | θα καταχώσει | να καταχώσει | |||
α' πληθ. | καταχώσαμε | θα καταχώσουμε | να καταχώσουμε | |||
β' πληθ. | καταχώσατε | θα καταχώσετε | να καταχώσετε | καταχώστε | ||
γ' πληθ. | κατάχωσαν καταχώσαν(ε) |
θα καταχώσουν(ε) | να καταχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταχώσει | είχα καταχώσει | θα έχω καταχώσει | να έχω καταχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταχώσει | είχες καταχώσει | θα έχεις καταχώσει | να έχεις καταχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταχώσει | είχε καταχώσει | θα έχει καταχώσει | να έχει καταχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταχώσει | είχαμε καταχώσει | θα έχουμε καταχώσει | να έχουμε καταχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταχώσει | είχατε καταχώσει | θα έχετε καταχώσει | να έχετε καταχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταχώσει | είχαν καταχώσει | θα έχουν καταχώσει | να έχουν καταχώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταχώνω
|