ξεχώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεχώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ξεχώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχώνομαι | ξεχωνόμουν(α) | θα ξεχώνομαι | να ξεχώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεχώνεσαι | ξεχωνόσουν(α) | θα ξεχώνεσαι | να ξεχώνεσαι | (ξεχώνου) | |
γ' ενικ. | ξεχώνεται | ξεχωνόταν(ε) | θα ξεχώνεται | να ξεχώνεται | ||
α' πληθ. | ξεχωνόμαστε | ξεχωνόμαστε ξεχωνόμασταν |
θα ξεχωνόμαστε | να ξεχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεχώνεστε | ξεχωνόσαστε ξεχωνόσασταν |
θα ξεχώνεστε | να ξεχώνεστε | (ξεχώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεχώνονται | ξεχώνονταν ξεχωνόντουσαν |
θα ξεχώνονται | να ξεχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχώθηκα | θα ξεχωθώ | να ξεχωθώ | ξεχωθεί | ||
β' ενικ. | ξεχώθηκες | θα ξεχωθείς | να ξεχωθείς | ξεχώσου | ||
γ' ενικ. | ξεχώθηκε | θα ξεχωθεί | να ξεχωθεί | |||
α' πληθ. | ξεχωθήκαμε | θα ξεχωθούμε | να ξεχωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεχωθήκατε | θα ξεχωθείτε | να ξεχωθείτε | ξεχωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεχώθηκαν ξεχωθήκαν(ε) |
θα ξεχωθούν(ε) | να ξεχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεχωθεί | είχα ξεχωθεί | θα έχω ξεχωθεί | να έχω ξεχωθεί | ξεχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεχωθεί | είχες ξεχωθεί | θα έχεις ξεχωθεί | να έχεις ξεχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχωθεί | είχε ξεχωθεί | θα έχει ξεχωθεί | να έχει ξεχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχωθεί | είχαμε ξεχωθεί | θα έχουμε ξεχωθεί | να έχουμε ξεχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχωθεί | είχατε ξεχωθεί | θα έχετε ξεχωθεί | να έχετε ξεχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχωθεί | είχαν ξεχωθεί | θα έχουν ξεχωθεί | να έχουν ξεχωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχώνομαι
|