σφηνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφηνώνω < ελληνιστική κοινή σφηνόω[1] / σφηνῶ[2] < αρχαία ελληνική σφηνόομαι / σφηνοῦμαι[2] < σφήν
Ρήμα
επεξεργασίασφηνώνω (παθητική φωνή: σφηνώνομαι)
- (μεταβατικό) τοποθετώ σφήνα, για να στερεώσω κάτι
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σφιχτά ανάμεσα σε άλλα (εκούσια ή ακούσια)
- (αμετάβατο) για κάτι που δεν ανοίγει ή δεν βγαίνει
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μου σφηνώνεται στο κεφάλι / μυαλό κάτι: για ιδέα ή σκέψη που μου έχει κολλήσει και με απασχολεί συνέχεια και έντονα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σφηνώνω | σφήνωνα | θα σφηνώνω | να σφηνώνω | σφηνώνοντας | |
β' ενικ. | σφηνώνεις | σφήνωνες | θα σφηνώνεις | να σφηνώνεις | σφήνωνε | |
γ' ενικ. | σφηνώνει | σφήνωνε | θα σφηνώνει | να σφηνώνει | ||
α' πληθ. | σφηνώνουμε | σφηνώναμε | θα σφηνώνουμε | να σφηνώνουμε | ||
β' πληθ. | σφηνώνετε | σφηνώνατε | θα σφηνώνετε | να σφηνώνετε | σφηνώνετε | |
γ' πληθ. | σφηνώνουν(ε) | σφήνωναν σφηνώναν(ε) |
θα σφηνώνουν(ε) | να σφηνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σφήνωσα | θα σφηνώσω | να σφηνώσω | σφηνώσει | ||
β' ενικ. | σφήνωσες | θα σφηνώσεις | να σφηνώσεις | σφήνωσε | ||
γ' ενικ. | σφήνωσε | θα σφηνώσει | να σφηνώσει | |||
α' πληθ. | σφηνώσαμε | θα σφηνώσουμε | να σφηνώσουμε | |||
β' πληθ. | σφηνώσατε | θα σφηνώσετε | να σφηνώσετε | σφηνώστε | ||
γ' πληθ. | σφήνωσαν σφηνώσαν(ε) |
θα σφηνώσουν(ε) | να σφηνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σφηνώσει | είχα σφηνώσει | θα έχω σφηνώσει | να έχω σφηνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σφηνώσει | είχες σφηνώσει | θα έχεις σφηνώσει | να έχεις σφηνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σφηνώσει | είχε σφηνώσει | θα έχει σφηνώσει | να έχει σφηνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σφηνώσει | είχαμε σφηνώσει | θα έχουμε σφηνώσει | να έχουμε σφηνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σφηνώσει | είχατε σφηνώσει | θα έχετε σφηνώσει | να έχετε σφηνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σφηνώσει | είχαν σφηνώσει | θα έχουν σφηνώσει | να έχουν σφηνώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σφηνόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 σφηνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας