Δείτε επίσης: σκηνώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφηνώνω < ελληνιστική κοινή σφηνόω[1] / σφηνῶ[2] < αρχαία ελληνική σφηνόομαι / σφηνοῦμαι[2] < σφήν

σφηνώνω (παθητική φωνή: σφηνώνομαι)

  1. (μεταβατικό) τοποθετώ σφήνα, για να στερεώσω κάτι
  2. (μεταβατικό) τοποθετώ κάτι σφιχτά ανάμεσα σε άλλα (εκούσια ή ακούσια)
  3. (αμετάβατο) για κάτι που δεν ανοίγει ή δεν βγαίνει

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σφηνόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 σφηνώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας