↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφήνωτος η ασφήνωτη το ασφήνωτο
      γενική του ασφήνωτου της ασφήνωτης του ασφήνωτου
    αιτιατική τον ασφήνωτο την ασφήνωτη το ασφήνωτο
     κλητική ασφήνωτε ασφήνωτη ασφήνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφήνωτοι οι ασφήνωτες τα ασφήνωτα
      γενική των ασφήνωτων των ασφήνωτων των ασφήνωτων
    αιτιατική τους ασφήνωτους τις ασφήνωτες τα ασφήνωτα
     κλητική ασφήνωτοι ασφήνωτες ασφήνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασφήνωτος < α- + σφηνώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασφήνωτος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία