ενσφηνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενσφηνώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσφηνοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαενσφηνώνω (παθητική φωνή: ενσφηνώνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) σφηνώνω κάτι καλά, σαν τα το τοποθετώ με σφήνα, ανάμεσα σε κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασία- ενσφηνωμένος
- ενσφήνωση
- → δείτε τις λέξεις εν και σφήνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσφηνώνω | ενσφήνωνα | θα ενσφηνώνω | να ενσφηνώνω | ενσφηνώνοντας | |
β' ενικ. | ενσφηνώνεις | ενσφήνωνες | θα ενσφηνώνεις | να ενσφηνώνεις | ενσφήνωνε | |
γ' ενικ. | ενσφηνώνει | ενσφήνωνε | θα ενσφηνώνει | να ενσφηνώνει | ||
α' πληθ. | ενσφηνώνουμε | ενσφηνώναμε | θα ενσφηνώνουμε | να ενσφηνώνουμε | ||
β' πληθ. | ενσφηνώνετε | ενσφηνώνατε | θα ενσφηνώνετε | να ενσφηνώνετε | ενσφηνώνετε | |
γ' πληθ. | ενσφηνώνουν(ε) | ενσφήνωναν ενσφηνώναν(ε) |
θα ενσφηνώνουν(ε) | να ενσφηνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενσφήνωσα | θα ενσφηνώσω | να ενσφηνώσω | ενσφηνώσει | ||
β' ενικ. | ενσφήνωσες | θα ενσφηνώσεις | να ενσφηνώσεις | ενσφήνωσε | ||
γ' ενικ. | ενσφήνωσε | θα ενσφηνώσει | να ενσφηνώσει | |||
α' πληθ. | ενσφηνώσαμε | θα ενσφηνώσουμε | να ενσφηνώσουμε | |||
β' πληθ. | ενσφηνώσατε | θα ενσφηνώσετε | να ενσφηνώσετε | ενσφηνώστε | ||
γ' πληθ. | ενσφήνωσαν ενσφηνώσαν(ε) |
θα ενσφηνώσουν(ε) | να ενσφηνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενσφηνώσει | είχα ενσφηνώσει | θα έχω ενσφηνώσει | να έχω ενσφηνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενσφηνώσει | είχες ενσφηνώσει | θα έχεις ενσφηνώσει | να έχεις ενσφηνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενσφηνώσει | είχε ενσφηνώσει | θα έχει ενσφηνώσει | να έχει ενσφηνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσφηνώσει | είχαμε ενσφηνώσει | θα έχουμε ενσφηνώσει | να έχουμε ενσφηνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενσφηνώσει | είχατε ενσφηνώσει | θα έχετε ενσφηνώσει | να έχετε ενσφηνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσφηνώσει | είχαν ενσφηνώσει | θα έχουν ενσφηνώσει | να έχουν ενσφηνώσει |
|