Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενσφηνώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσφηνοῦμαι

  Ρήμα επεξεργασία

ενσφηνώνω (παθητική φωνή: ενσφηνώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία