ενσφηνώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενσφηνώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ενσφηνώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσφηνώνομαι | ενσφηνωνόμουν(α) | θα ενσφηνώνομαι | να ενσφηνώνομαι | ||
β' ενικ. | ενσφηνώνεσαι | ενσφηνωνόσουν(α) | θα ενσφηνώνεσαι | να ενσφηνώνεσαι | (ενσφηνώνου) | |
γ' ενικ. | ενσφηνώνεται | ενσφηνωνόταν(ε) | θα ενσφηνώνεται | να ενσφηνώνεται | ||
α' πληθ. | ενσφηνωνόμαστε | ενσφηνωνόμαστε ενσφηνωνόμασταν |
θα ενσφηνωνόμαστε | να ενσφηνωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ενσφηνώνεστε | ενσφηνωνόσαστε ενσφηνωνόσασταν |
θα ενσφηνώνεστε | να ενσφηνώνεστε | (ενσφηνώνεστε) | |
γ' πληθ. | ενσφηνώνονται | ενσφηνώνονταν ενσφηνωνόντουσαν |
θα ενσφηνώνονται | να ενσφηνώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενσφηνώθηκα | θα ενσφηνωθώ | να ενσφηνωθώ | ενσφηνωθεί | ||
β' ενικ. | ενσφηνώθηκες | θα ενσφηνωθείς | να ενσφηνωθείς | ενσφηνώσου | ||
γ' ενικ. | ενσφηνώθηκε | θα ενσφηνωθεί | να ενσφηνωθεί | |||
α' πληθ. | ενσφηνωθήκαμε | θα ενσφηνωθούμε | να ενσφηνωθούμε | |||
β' πληθ. | ενσφηνωθήκατε | θα ενσφηνωθείτε | να ενσφηνωθείτε | ενσφηνωθείτε | ||
γ' πληθ. | ενσφηνώθηκαν ενσφηνωθήκαν(ε) |
θα ενσφηνωθούν(ε) | να ενσφηνωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενσφηνωθεί | είχα ενσφηνωθεί | θα έχω ενσφηνωθεί | να έχω ενσφηνωθεί | ενσφηνωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενσφηνωθεί | είχες ενσφηνωθεί | θα έχεις ενσφηνωθεί | να έχεις ενσφηνωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενσφηνωθεί | είχε ενσφηνωθεί | θα έχει ενσφηνωθεί | να έχει ενσφηνωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσφηνωθεί | είχαμε ενσφηνωθεί | θα έχουμε ενσφηνωθεί | να έχουμε ενσφηνωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενσφηνωθεί | είχατε ενσφηνωθεί | θα έχετε ενσφηνωθεί | να έχετε ενσφηνωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσφηνωθεί | είχαν ενσφηνωθεί | θα έχουν ενσφηνωθεί | να έχουν ενσφηνωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσφηνώνομαι
|