ενσφηνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαενσφηνωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ενσφηνώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσφηνωμένος
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με σφηνωμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)