ξεσφηνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσφηνώνω (παθητική φωνή: ξεσφηνώνομαι)
- αφαιρώ τη σφήνα ή απεγκλωβίζω κάποιον ή κάτι σφηνωμένο(ν)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσφηνώνω | ξεσφήνωνα | θα ξεσφηνώνω | να ξεσφηνώνω | ξεσφηνώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσφηνώνεις | ξεσφήνωνες | θα ξεσφηνώνεις | να ξεσφηνώνεις | ξεσφήνωνε | |
γ' ενικ. | ξεσφηνώνει | ξεσφήνωνε | θα ξεσφηνώνει | να ξεσφηνώνει | ||
α' πληθ. | ξεσφηνώνουμε | ξεσφηνώναμε | θα ξεσφηνώνουμε | να ξεσφηνώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσφηνώνετε | ξεσφηνώνατε | θα ξεσφηνώνετε | να ξεσφηνώνετε | ξεσφηνώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσφηνώνουν(ε) | ξεσφήνωναν ξεσφηνώναν(ε) |
θα ξεσφηνώνουν(ε) | να ξεσφηνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσφήνωσα | θα ξεσφηνώσω | να ξεσφηνώσω | ξεσφηνώσει | ||
β' ενικ. | ξεσφήνωσες | θα ξεσφηνώσεις | να ξεσφηνώσεις | ξεσφήνωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσφήνωσε | θα ξεσφηνώσει | να ξεσφηνώσει | |||
α' πληθ. | ξεσφηνώσαμε | θα ξεσφηνώσουμε | να ξεσφηνώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσφηνώσατε | θα ξεσφηνώσετε | να ξεσφηνώσετε | ξεσφηνώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσφήνωσαν ξεσφηνώσαν(ε) |
θα ξεσφηνώσουν(ε) | να ξεσφηνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσφηνώσει | είχα ξεσφηνώσει | θα έχω ξεσφηνώσει | να έχω ξεσφηνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσφηνώσει | είχες ξεσφηνώσει | θα έχεις ξεσφηνώσει | να έχεις ξεσφηνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσφηνώσει | είχε ξεσφηνώσει | θα έχει ξεσφηνώσει | να έχει ξεσφηνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσφηνώσει | είχαμε ξεσφηνώσει | θα έχουμε ξεσφηνώσει | να έχουμε ξεσφηνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσφηνώσει | είχατε ξεσφηνώσει | θα έχετε ξεσφηνώσει | να έχετε ξεσφηνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσφηνώσει | είχαν ξεσφηνώσει | θα έχουν ξεσφηνώσει | να έχουν ξεσφηνώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσφηνώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ξεσφηνώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)