απεγκλωβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπεγκλωβίζω
- απελευθερώνω κάποιον που είχε εγκλωβιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- απεγκλωβισμένος
- απεγκλώβιση
- απεγκλωβισμός
- → δείτε τη λέξη κλουβί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απεγκλωβίζω | απεγκλώβιζα | θα απεγκλωβίζω | να απεγκλωβίζω | απεγκλωβίζοντας | |
β' ενικ. | απεγκλωβίζεις | απεγκλώβιζες | θα απεγκλωβίζεις | να απεγκλωβίζεις | απεγκλώβιζε | |
γ' ενικ. | απεγκλωβίζει | απεγκλώβιζε | θα απεγκλωβίζει | να απεγκλωβίζει | ||
α' πληθ. | απεγκλωβίζουμε | απεγκλωβίζαμε | θα απεγκλωβίζουμε | να απεγκλωβίζουμε | ||
β' πληθ. | απεγκλωβίζετε | απεγκλωβίζατε | θα απεγκλωβίζετε | να απεγκλωβίζετε | απεγκλωβίζετε | |
γ' πληθ. | απεγκλωβίζουν(ε) | απεγκλώβιζαν απεγκλωβίζαν(ε) |
θα απεγκλωβίζουν(ε) | να απεγκλωβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απεγκλώβισα | θα απεγκλωβίσω | να απεγκλωβίσω | απεγκλωβίσει | ||
β' ενικ. | απεγκλώβισες | θα απεγκλωβίσεις | να απεγκλωβίσεις | απεγκλώβισε | ||
γ' ενικ. | απεγκλώβισε | θα απεγκλωβίσει | να απεγκλωβίσει | |||
α' πληθ. | απεγκλωβίσαμε | θα απεγκλωβίσουμε | να απεγκλωβίσουμε | |||
β' πληθ. | απεγκλωβίσατε | θα απεγκλωβίσετε | να απεγκλωβίσετε | απεγκλωβίστε | ||
γ' πληθ. | απεγκλώβισαν απεγκλωβίσαν(ε) |
θα απεγκλωβίσουν(ε) | να απεγκλωβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απεγκλωβίσει | είχα απεγκλωβίσει | θα έχω απεγκλωβίσει | να έχω απεγκλωβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απεγκλωβίσει | είχες απεγκλωβίσει | θα έχεις απεγκλωβίσει | να έχεις απεγκλωβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απεγκλωβίσει | είχε απεγκλωβίσει | θα έχει απεγκλωβίσει | να έχει απεγκλωβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απεγκλωβίσει | είχαμε απεγκλωβίσει | θα έχουμε απεγκλωβίσει | να έχουμε απεγκλωβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απεγκλωβίσει | είχατε απεγκλωβίσει | θα έχετε απεγκλωβίσει | να έχετε απεγκλωβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απεγκλωβίσει | είχαν απεγκλωβίσει | θα έχουν απεγκλωβίσει | να έχουν απεγκλωβίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απεγκλωβίζομαι | απεγκλωβιζόμουν(α) | θα απεγκλωβίζομαι | να απεγκλωβίζομαι | ||
β' ενικ. | απεγκλωβίζεσαι | απεγκλωβιζόσουν(α) | θα απεγκλωβίζεσαι | να απεγκλωβίζεσαι | (απεγκλωβίζου) | |
γ' ενικ. | απεγκλωβίζεται | απεγκλωβιζόταν(ε) | θα απεγκλωβίζεται | να απεγκλωβίζεται | ||
α' πληθ. | απεγκλωβιζόμαστε | απεγκλωβιζόμαστε απεγκλωβιζόμασταν |
θα απεγκλωβιζόμαστε | να απεγκλωβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | απεγκλωβίζεστε | απεγκλωβιζόσαστε απεγκλωβιζόσασταν |
θα απεγκλωβίζεστε | να απεγκλωβίζεστε | (απεγκλωβίζεστε) | |
γ' πληθ. | απεγκλωβίζονται | απεγκλωβίζονταν απεγκλωβιζόντουσαν |
θα απεγκλωβίζονται | να απεγκλωβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απεγκλωβίστηκα | θα απεγκλωβιστώ | να απεγκλωβιστώ | απεγκλωβιστεί | ||
β' ενικ. | απεγκλωβίστηκες | θα απεγκλωβιστείς | να απεγκλωβιστείς | απεγκλωβίσου | ||
γ' ενικ. | απεγκλωβίστηκε | θα απεγκλωβιστεί | να απεγκλωβιστεί | |||
α' πληθ. | απεγκλωβιστήκαμε | θα απεγκλωβιστούμε | να απεγκλωβιστούμε | |||
β' πληθ. | απεγκλωβιστήκατε | θα απεγκλωβιστείτε | να απεγκλωβιστείτε | απεγκλωβιστείτε | ||
γ' πληθ. | απεγκλωβίστηκαν απεγκλωβιστήκαν(ε) |
θα απεγκλωβιστούν(ε) | να απεγκλωβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απεγκλωβιστεί | είχα απεγκλωβιστεί | θα έχω απεγκλωβιστεί | να έχω απεγκλωβιστεί | απεγκλωβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις απεγκλωβιστεί | είχες απεγκλωβιστεί | θα έχεις απεγκλωβιστεί | να έχεις απεγκλωβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει απεγκλωβιστεί | είχε απεγκλωβιστεί | θα έχει απεγκλωβιστεί | να έχει απεγκλωβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απεγκλωβιστεί | είχαμε απεγκλωβιστεί | θα έχουμε απεγκλωβιστεί | να έχουμε απεγκλωβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε απεγκλωβιστεί | είχατε απεγκλωβιστεί | θα έχετε απεγκλωβιστεί | να έχετε απεγκλωβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απεγκλωβιστεί | είχαν απεγκλωβιστεί | θα έχουν απεγκλωβιστεί | να έχουν απεγκλωβιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεγκλωβίζω