Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκλωβίζω < (εν) εγ- + κλωβός + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική encager[1])

  Ρήμα επεξεργασία

εγκλωβίζω (παθητική φωνή: εγκλωβίζομαι)

  1. οδηγώ και κλείνω κάποιον σε ένα κλουβί ή γενικότερα σε έναν πολύ στενό χώρο
  2. (μεταφορικά) περιορίζω κάποιον σε ασφυκτικά πλαίσια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)