φρακάρω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φρακάρω < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν συγγενές με το βενετικό fracàr (πιέζω) αλλά ακόμα κι αν είναι αυτή, άγνωστο ποια είναι η ετυμολογία του fracar και αν προέρχεται από το αρχαίο φράσσω ή τη φραγή ή το φρακτός
ΡήμαΕπεξεργασία
φρακάρω
- ακινητοποιούμαι και συμπιέζομαι ταυτόχρονα, στριμώχνομαι, σφηνώνω
- (μεταφορικά) κολλάει το μυαλό μου, δεν σημειώνω πρόοδο