φρακάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρακάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική fracar[1] [2] / fracàr < λατινική fragor[1] < frango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰreg- (σπάω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾaˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐κά‐ρω
- παρώνυμο: φρικάρω
Ρήμα
επεξεργασίαφρακάρω, πρτ.: φράκαρα/φρακάριζα, αόρ.: φράκαρα/φρακάρισα, παθ.φωνή: φρακάρομαι, π.αόρ.: φρακαρίστηκα, μτχ.π.π.: φρακαρισμένος
- ακινητοποιούμαι και συμπιέζομαι ταυτόχρονα, στριμώχνομαι, σφηνώνω
- (μεταφορικά) κολλάει το μυαλό μου, δεν σημειώνω πρόοδο
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρακάρω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φρακάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας