• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μποτιλιάρισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
      γενική του μποτιλιαρίσματος των μποτιλιαρισμάτων
    αιτιατική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
     κλητική μποτιλιάρισμα μποτιλιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μποτιλιάρισμα < μποτιλιάρω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteillage)
μποτιλιάρισμα σε πόλη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μποτιλιάρισμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) η εμφιάλωση
  2. (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μποτίλια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συσσώρευση οχημάτων
  • αγγλικά : bottleneck (en)
  • γαλλικά : embouteillage (fr)
  • πολωνικά : korek (pl)
    εμφιάλωση

→ δείτε τη λέξη εμφιάλωση

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μποτιλιάρισμα&oldid=5684094"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Μαΐου 2023, στις 19:23

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Μαΐου 2023, στις 19:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας