↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
      γενική του μποτιλιαρίσματος των μποτιλιαρισμάτων
    αιτιατική το μποτιλιάρισμα τα μποτιλιαρίσματα
     κλητική μποτιλιάρισμα μποτιλιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μποτιλιάρισμα < μποτιλιάρω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteillage)
 
μποτιλιάρισμα σε πόλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μποτιλιάρισμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (σπάνιο) η εμφιάλωση
  2. (μεταφορικά) συσσώρευση οχημάτων τέτοια, που σταματά ή επιβραδύνει υπερβολικά την κυκλοφορία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία