μποτιλιάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μποτιλιάρω < μποτίλια + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embouteiller)
Ρήμα
επεξεργασία
μποτιλιάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μποτιλιάρω
|