Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μποτιλιάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μποτιλιάρω
<
μποτίλια
+
-άρω
((
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
embouteiller
)
Ρήμα
επεξεργασία
μποτιλιάρω
(
κυριολεκτικά
)
εμφιαλώνω
(
μεταφορικά
)
δημιουργώ
μποτιλιάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μποτιλιάρω
γαλλικά
:
embouteiller
(fr)
(2)