εμφιαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμφιαλώνω < εμ- + φιάλη + -ώνω[1] < αρχαία ελληνική φιάλη (< προελληνική [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱ.fi.aˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φι‐α‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεμφιαλώνω, αόρ.: εμφιάλωσα, παθ.φωνή: εμφιαλώνομαι, π.αόρ.: εμφιαλώθηκα, μτχ.π.π.: εμφιαλωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- εμφιαλωμένος
- εμφιάλωση
- εμφιαλωτήριο
- εμφιαλωτής
- → δείτε τη λέξη φιάλη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφιαλώνω | εμφιάλωνα | θα εμφιαλώνω | να εμφιαλώνω | εμφιαλώνοντας | |
β' ενικ. | εμφιαλώνεις | εμφιάλωνες | θα εμφιαλώνεις | να εμφιαλώνεις | εμφιάλωνε | |
γ' ενικ. | εμφιαλώνει | εμφιάλωνε | θα εμφιαλώνει | να εμφιαλώνει | ||
α' πληθ. | εμφιαλώνουμε | εμφιαλώναμε | θα εμφιαλώνουμε | να εμφιαλώνουμε | ||
β' πληθ. | εμφιαλώνετε | εμφιαλώνατε | θα εμφιαλώνετε | να εμφιαλώνετε | εμφιαλώνετε | |
γ' πληθ. | εμφιαλώνουν(ε) | εμφιάλωναν εμφιαλώναν(ε) |
θα εμφιαλώνουν(ε) | να εμφιαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμφιάλωσα | θα εμφιαλώσω | να εμφιαλώσω | εμφιαλώσει | ||
β' ενικ. | εμφιάλωσες | θα εμφιαλώσεις | να εμφιαλώσεις | εμφιάλωσε | ||
γ' ενικ. | εμφιάλωσε | θα εμφιαλώσει | να εμφιαλώσει | |||
α' πληθ. | εμφιαλώσαμε | θα εμφιαλώσουμε | να εμφιαλώσουμε | |||
β' πληθ. | εμφιαλώσατε | θα εμφιαλώσετε | να εμφιαλώσετε | εμφιαλώστε | ||
γ' πληθ. | εμφιάλωσαν εμφιαλώσαν(ε) |
θα εμφιαλώσουν(ε) | να εμφιαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμφιαλώσει | είχα εμφιαλώσει | θα έχω εμφιαλώσει | να έχω εμφιαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμφιαλώσει | είχες εμφιαλώσει | θα έχεις εμφιαλώσει | να έχεις εμφιαλώσει | έχε εμφιαλωμένο | |
γ' ενικ. | έχει εμφιαλώσει | είχε εμφιαλώσει | θα έχει εμφιαλώσει | να έχει εμφιαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφιαλώσει | είχαμε εμφιαλώσει | θα έχουμε εμφιαλώσει | να έχουμε εμφιαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμφιαλώσει | είχατε εμφιαλώσει | θα έχετε εμφιαλώσει | να έχετε εμφιαλώσει | έχετε εμφιαλωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εμφιαλώσει | είχαν εμφιαλώσει | θα έχουν εμφιαλώσει | να έχουν εμφιαλώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εμφιαλωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εμφιαλωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εμφιαλωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εμφιαλωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφιαλώνομαι | εμφιαλωνόμουν(α) | θα εμφιαλώνομαι | να εμφιαλώνομαι | ||
β' ενικ. | εμφιαλώνεσαι | εμφιαλωνόσουν(α) | θα εμφιαλώνεσαι | να εμφιαλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εμφιαλώνεται | εμφιαλωνόταν(ε) | θα εμφιαλώνεται | να εμφιαλώνεται | ||
α' πληθ. | εμφιαλωνόμαστε | εμφιαλωνόμαστε εμφιαλωνόμασταν |
θα εμφιαλωνόμαστε | να εμφιαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εμφιαλώνεστε | εμφιαλωνόσαστε εμφιαλωνόσασταν |
θα εμφιαλώνεστε | να εμφιαλώνεστε | (εμφιαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | εμφιαλώνονται | εμφιαλώνονταν εμφιαλωνόντουσαν |
θα εμφιαλώνονται | να εμφιαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμφιαλώθηκα | θα εμφιαλωθώ | να εμφιαλωθώ | εμφιαλωθεί | ||
β' ενικ. | εμφιαλώθηκες | θα εμφιαλωθείς | να εμφιαλωθείς | εμφιαλώσου | ||
γ' ενικ. | εμφιαλώθηκε | θα εμφιαλωθεί | να εμφιαλωθεί | |||
α' πληθ. | εμφιαλωθήκαμε | θα εμφιαλωθούμε | να εμφιαλωθούμε | |||
β' πληθ. | εμφιαλωθήκατε | θα εμφιαλωθείτε | να εμφιαλωθείτε | εμφιαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | εμφιαλώθηκαν εμφιαλωθήκαν(ε) |
θα εμφιαλωθούν(ε) | να εμφιαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εμφιαλωθεί | είχα εμφιαλωθεί | θα έχω εμφιαλωθεί | να έχω εμφιαλωθεί | εμφιαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εμφιαλωθεί | είχες εμφιαλωθεί | θα έχεις εμφιαλωθεί | να έχεις εμφιαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εμφιαλωθεί | είχε εμφιαλωθεί | θα έχει εμφιαλωθεί | να έχει εμφιαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφιαλωθεί | είχαμε εμφιαλωθεί | θα έχουμε εμφιαλωθεί | να έχουμε εμφιαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εμφιαλωθεί | είχατε εμφιαλωθεί | θα έχετε εμφιαλωθεί | να έχετε εμφιαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εμφιαλωθεί | είχαν εμφιαλωθεί | θα έχουν εμφιαλωθεί | να έχουν εμφιαλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εμφιαλωμένος - είμαστε, είστε, είναι εμφιαλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εμφιαλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εμφιαλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εμφιαλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εμφιαλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εμφιαλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εμφιαλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εμφιαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.