Ετυμολογία

επεξεργασία
εμφιαλώνω < εμ- + φιάλη + -ώνω[1] < αρχαία ελληνική φιάλη (< προελληνική [2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.fi.aˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐φι‐α‐λώ‐νω

εμφιαλώνω, αόρ.: εμφιάλωσα, παθ.φωνή: εμφιαλώνομαι, π.αόρ.: εμφιαλώθηκα, μτχ.π.π.: εμφιαλωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εμφιαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.