Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bottle bottles

bottle (en)

ενεστώτας bottle
γ΄ ενικό ενεστώτα bottles
αόριστος bottled
παθητική μετοχή bottled
ενεργητική μετοχή bottling

bottle (en)

  • εμφιαλώνω, βάζω υγρό σε μπουκάλι
    ⮡  It is bottled at the source with the latest technology under strict specifications.
    Εμφιαλώνεται στην πηγή με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους κάτω από αυστηρές προδιαγραφές.