Bottleneck, λαιμός μπουκαλιού.
      ενικός         πληθυντικός  
bottleneck bottlenecks

Ετυμολογία

επεξεργασία
bottleneck < bottle + neck

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bottleneck (en)

  1. λαιμός μπουκαλιού
  2. (μεταφορικά) το μποτιλιάρισμα στην κυκλοφορία, σε δρόμο
      Bottlenecks often happen during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη traffic jam
  3. (δίκτυο υπολογιστών) συμφόρηση, σημείο συμφόρησης σε δίκτυο[1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • bottleneck στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. από αναζήτηση «bottleneck» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.