Bottleneck, λαιμός μπουκαλιού.
      ενικός         πληθυντικός  
bottleneck bottlenecks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bottleneck < bottle + neck

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bottleneck (en)

  1. λαιμός μπουκαλιού
  2. (μεταφορικά) το μποτιλιάρισμα στην κυκλοφορία, σε δρόμο
    ⮡  Bottlenecks often happen during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
  3. (δίκτυο υπολογιστών) συμφόρηση, σημείο συμφόρησης σε δίκτυο[1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. από αναζήτηση «bottleneck» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.