Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμφιαλωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εμφιαλωτ
ής
οι
εμφιαλωτ
ές
γενική
του
εμφιαλωτ
ή
των
εμφιαλωτ
ών
αιτιατική
τον
εμφιαλωτ
ή
τους
εμφιαλωτ
ές
κλητική
εμφιαλωτ
ή
εμφιαλωτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμφιαλωτής
<
εμφιαλώνω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμφιαλωτής
αρσενικό
ειδικό
μηχάνημα
εμφιάλωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφιαλωτής