εμφιαλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεμφιαλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εμφιαλώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφιαλώνομαι | εμφιαλωνόμουν(α) | θα εμφιαλώνομαι | να εμφιαλώνομαι | ||
β' ενικ. | εμφιαλώνεσαι | εμφιαλωνόσουν(α) | θα εμφιαλώνεσαι | να εμφιαλώνεσαι | (εμφιαλώνου) | |
γ' ενικ. | εμφιαλώνεται | εμφιαλωνόταν(ε) | θα εμφιαλώνεται | να εμφιαλώνεται | ||
α' πληθ. | εμφιαλωνόμαστε | εμφιαλωνόμαστε εμφιαλωνόμασταν |
θα εμφιαλωνόμαστε | να εμφιαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εμφιαλώνεστε | εμφιαλωνόσαστε εμφιαλωνόσασταν |
θα εμφιαλώνεστε | να εμφιαλώνεστε | (εμφιαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | εμφιαλώνονται | εμφιαλώνονταν εμφιαλωνόντουσαν |
θα εμφιαλώνονται | να εμφιαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμφιαλώθηκα | θα εμφιαλωθώ | να εμφιαλωθώ | εμφιαλωθεί | ||
β' ενικ. | εμφιαλώθηκες | θα εμφιαλωθείς | να εμφιαλωθείς | εμφιαλώσου | ||
γ' ενικ. | εμφιαλώθηκε | θα εμφιαλωθεί | να εμφιαλωθεί | |||
α' πληθ. | εμφιαλωθήκαμε | θα εμφιαλωθούμε | να εμφιαλωθούμε | |||
β' πληθ. | εμφιαλωθήκατε | θα εμφιαλωθείτε | να εμφιαλωθείτε | εμφιαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | εμφιαλώθηκαν εμφιαλωθήκαν(ε) |
θα εμφιαλωθούν(ε) | να εμφιαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εμφιαλωθεί | είχα εμφιαλωθεί | θα έχω εμφιαλωθεί | να έχω εμφιαλωθεί | εμφιαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εμφιαλωθεί | είχες εμφιαλωθεί | θα έχεις εμφιαλωθεί | να έχεις εμφιαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εμφιαλωθεί | είχε εμφιαλωθεί | θα έχει εμφιαλωθεί | να έχει εμφιαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφιαλωθεί | είχαμε εμφιαλωθεί | θα έχουμε εμφιαλωθεί | να έχουμε εμφιαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εμφιαλωθεί | είχατε εμφιαλωθεί | θα έχετε εμφιαλωθεί | να έχετε εμφιαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εμφιαλωθεί | είχαν εμφιαλωθεί | θα έχουν εμφιαλωθεί | να έχουν εμφιαλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφιαλώνομαι
|