τσαλακωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσαλακώνω
Μετοχή
επεξεργασίατσαλακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τσαλακώνω
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.