λασπωμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λασπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λασπώνω
ΜετοχήΕπεξεργασία
λασπωμένος, -η, -ο
- γεμάτος λάσπες
- ※ Κατέβηκε από το Πίντσιο και βάδισε ώρα πολλή δίπλα στον Τίβερη, που κατέβαζε λασπωμένα νερά. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)