λασπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λασπώνω < λάσπ(η) + -ώνω [1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λασπώνω [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈspo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σπώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαλασπώνω, πρτ.: λάσπωνα, στ.μέλλ.: θα λασπώσω, αόρ.: λάσπωσα, παθ.φωνή: λασπώνομαι, π.αόρ.: λασπώθηκα, μτχ.π.π.: λασπωμένος
- (μεταβατικό & αμετάβατο) γεμίζω (ή λερώνω) με λάσπες
- ⮡ Πού λάσπωσες τα παπούτσια σου;
- (μεταφορικά) αμαυρώνω
- (στη μαγειρική) για (συνήθως) ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος
- ⮡ Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην λασπώσουν.
- άλλες μορφές: λασπιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λάσπη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λασπώνω | λάσπωνα | θα λασπώνω | να λασπώνω | λασπώνοντας | |
β' ενικ. | λασπώνεις | λάσπωνες | θα λασπώνεις | να λασπώνεις | λάσπωνε | |
γ' ενικ. | λασπώνει | λάσπωνε | θα λασπώνει | να λασπώνει | ||
α' πληθ. | λασπώνουμε | λασπώναμε | θα λασπώνουμε | να λασπώνουμε | ||
β' πληθ. | λασπώνετε | λασπώνατε | θα λασπώνετε | να λασπώνετε | λασπώνετε | |
γ' πληθ. | λασπώνουν(ε) | λάσπωναν λασπώναν(ε) |
θα λασπώνουν(ε) | να λασπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάσπωσα | θα λασπώσω | να λασπώσω | λασπώσει | ||
β' ενικ. | λάσπωσες | θα λασπώσεις | να λασπώσεις | λάσπωσε | ||
γ' ενικ. | λάσπωσε | θα λασπώσει | να λασπώσει | |||
α' πληθ. | λασπώσαμε | θα λασπώσουμε | να λασπώσουμε | |||
β' πληθ. | λασπώσατε | θα λασπώσετε | να λασπώσετε | λασπώστε | ||
γ' πληθ. | λάσπωσαν λασπώσαν(ε) |
θα λασπώσουν(ε) | να λασπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λασπώσει | είχα λασπώσει | θα έχω λασπώσει | να έχω λασπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λασπώσει | είχες λασπώσει | θα έχεις λασπώσει | να έχεις λασπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λασπώσει | είχε λασπώσει | θα έχει λασπώσει | να έχει λασπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λασπώσει | είχαμε λασπώσει | θα έχουμε λασπώσει | να έχουμε λασπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λασπώσει | είχατε λασπώσει | θα έχετε λασπώσει | να έχετε λασπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λασπώσει | είχαν λασπώσει | θα έχουν λασπώσει | να έχουν λασπώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λασπώνομαι | λασπωνόμουν(α) | θα λασπώνομαι | να λασπώνομαι | ||
β' ενικ. | λασπώνεσαι | λασπωνόσουν(α) | θα λασπώνεσαι | να λασπώνεσαι | ||
γ' ενικ. | λασπώνεται | λασπωνόταν(ε) | θα λασπώνεται | να λασπώνεται | ||
α' πληθ. | λασπωνόμαστε | λασπωνόμαστε λασπωνόμασταν |
θα λασπωνόμαστε | να λασπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | λασπώνεστε | λασπωνόσαστε λασπωνόσασταν |
θα λασπώνεστε | να λασπώνεστε | (λασπώνεστε) | |
γ' πληθ. | λασπώνονται | λασπώνονταν λασπωνόντουσαν |
θα λασπώνονται | να λασπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λασπώθηκα | θα λασπωθώ | να λασπωθώ | λασπωθεί | ||
β' ενικ. | λασπώθηκες | θα λασπωθείς | να λασπωθείς | λασπώσου | ||
γ' ενικ. | λασπώθηκε | θα λασπωθεί | να λασπωθεί | |||
α' πληθ. | λασπωθήκαμε | θα λασπωθούμε | να λασπωθούμε | |||
β' πληθ. | λασπωθήκατε | θα λασπωθείτε | να λασπωθείτε | λασπωθείτε | ||
γ' πληθ. | λασπώθηκαν λασπωθήκαν(ε) |
θα λασπωθούν(ε) | να λασπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λασπωθεί | είχα λασπωθεί | θα έχω λασπωθεί | να έχω λασπωθεί | λασπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις λασπωθεί | είχες λασπωθεί | θα έχεις λασπωθεί | να έχεις λασπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λασπωθεί | είχε λασπωθεί | θα έχει λασπωθεί | να έχει λασπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λασπωθεί | είχαμε λασπωθεί | θα έχουμε λασπωθεί | να έχουμε λασπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λασπωθεί | είχατε λασπωθεί | θα έχετε λασπωθεί | να έχετε λασπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λασπωθεί | είχαν λασπωθεί | θα έχουν λασπωθεί | να έχουν λασπωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λασπωμένος - είμαστε, είστε, είναι λασπωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λασπωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λασπωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λασπωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λασπωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λασπωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λασπωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λασπώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. λάσπη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλασπώνω
- (μεταβατικό & αμετάβατο) λερώνω ή λερώνομαι με λάσπη, λασπώνω
- (αμετάβατο) προσκολλώμαι με λάσπη
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λασπώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].