καταλασπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλασπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταλασπώνω / κατα- + λασπωμένος
Μετοχή
επεξεργασίακαταλασπωμένος, -η, -ο
- ιδιαίτερα λασπωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταλασπωμένος
|