↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταλασπωμένος η καταλασπωμένη το καταλασπωμένο
      γενική του καταλασπωμένου της καταλασπωμένης του καταλασπωμένου
    αιτιατική τον καταλασπωμένο την καταλασπωμένη το καταλασπωμένο
     κλητική καταλασπωμένε καταλασπωμένη καταλασπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταλασπωμένοι οι καταλασπωμένες τα καταλασπωμένα
      γενική των καταλασπωμένων των καταλασπωμένων των καταλασπωμένων
    αιτιατική τους καταλασπωμένους τις καταλασπωμένες τα καταλασπωμένα
     κλητική καταλασπωμένοι καταλασπωμένες καταλασπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλασπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταλασπώνω / κατα- + λασπωμένος

καταλασπωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία